- συμμαχοῦσαν
- συμμαχέωto be an allypres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Αίλιος νόμος — (Lex Aelia).Νόμος που θέσπισε ο ύπατος Αίλιος Κάτων, το 550 από κτίσεως Ρώμης, ο οποίος έθετε περιορισμούς στους απελεύθερους, δηλαδή στους πρώην δούλους ή καταγόμενους από δούλους, που συμμαχούσαν με τους πατρικίους εναντίον των πληβείων … Dictionary of Greek
Καπετίδες — Βασιλική δυναστεία της Γαλλίας. Η απευθείας κληρονομική γραμμή διαδοχής της βασίλευσε αρχικά από το 888 έως το 987, εναλλασσόμενη με τους τελευταίους Καρολίγγειους, και έπειτα αδιάκοπα από το 987 έως το 1328. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο… … Dictionary of Greek